-
1 βοηθοί
-
2 βοηθοῖ
-
3 Βοηθοί
Βοηθόςhasting to the cry for help: masc nom /voc pl -
4 βοηθοί
βοηθόςhasting to the cry for help: masc /fem nom /voc pl -
5 κέαθοι
-
6 κηθεῖν
-
7 παρίστημι
A causal in [tense] pres., [tense] impf., [tense] fut., and [tense] aor.1 ; later [tense] pf. παρέστᾰκα in same sense, PTeb.5.196 (ii B.C.), Plb.3.94.7, S.E. M.7.273, etc.I cause to stand, place beside,π. τοὺς ἱππεῖς ἐφ' ἑκάτερον τὸ κέρας Plb.3.72.9
, cf. 3.113.8 ; παραστήσας τὰ ὅπλα having brought his arms into view, D.18.175 ; π. τινὰ φυλάττειν set one near a thing to guard it, v.l. in Id.49.35 ;π. σορὸν σορῷ Anatolian Studies p.204
([place name] Termessus).II set before the mind, present,ὑπόθεσιν.. οὐ χὶ τὴν οὖσαν παριστάντες ὑμῖν D.3.1
; τοῦτο π. τοὺς θεοὺς ὑμῖν that they may put this into your minds, Id.18.1 ;τὸ δεινὸν π. τοῖς ἀκούουσιν Id.21.72
; π. ἐλπίδας, ὁτιοῦν τῶν δεινοτάτων, Id.19.333, 21.15 ; arouse, inspire, οὐ γὰρ ἡ πληγὴ παρέστησε τὴν ὀργὴν ἀλλ' ἡ ἀτιμία ib.72 ;π. φόβον καὶ ἀπορίαν ταῖς πόλεσι Plb.3.94.7
; π. ὁ κίνδυνος διαλογισμόν, μὴ.. Aeschin.2.159 : so τοῦτο π. ὑμῖν γνῶναι prompt you to that decision, D.18.8 ; π. τινὶ θαρρεῖν give one confidence, v.l. in Aeschin.1.174 ; π. τινί c. inf., put it into his head to.., Paus.9.14.6 ; also π. τινὶ ὅτι or ὡς .., X. Oec.13.1, Pl.R. 600c.2 dispose a person,πρὸς μελαγχολίας Phld. Ir.p.28
W., cf. Mus.p.73 K. ; alsoἈθηναίους ἄλλα παρέστησεν ὡς ἥρωα τιμᾶν Θησέα Plu. Thes.35
:—also in [voice] Pass., V. B. V. 1.3 of a Poet, represent, describe,τὸν Νέστορα παρέστησε [ὁ ποιητὴς] πείθοντα Phld. Hom. p.65
O., cf. Ath.3.110f, 4.133b ;δι' ἐτυμολογίας Corn. ND1
:—[voice] Pass., παριστάσθω ὅτι .. let it be stated that.., S.E. M.7.310.4 furnish, supply, deliver, PCair.Zen.790.10 (iii B.C.), PTeb.5.196 (ii B.C.), Abh. Berl.Akad.1925(5).31 ([place name] Cyrene).5 make good, prove, show,τι πολλοῖς τεκμηρίοις Lys.12.51
, cf. Act.Ap.24.13 ;καθάπερ προϊόντες -στήσομεν Phld. Ir.p.85
W., cf. Mus.p.37 K.6 c. acc. pers., present, offer, ἑαυτοὺς τῷ θεῷ, ἑαυτοὺς δούλους εἰς ὑπακοήν, Ep.Rom.6.13,16.8 in later Greek, as in [voice] Med. (V. C. 1), produce in court, etc., BGU759.22 (ii A.D.), etc.:—[voice] Pass., Sammelb.4512.82 (ii B.C.), etc.III set side by side, compare,[πόλεις] μικρὰς μεγάλαις Isoc. 12.40
.—The use of these act. tenses occurs in Pl.l.c., but first becomes common in Oratt.B [voice] Pass., with [tense] aor. 2, [tense] pf. and [tense] plpf. [voice] Act., intr.:I stand by, beside, or near,θέων δέ οἱ ἄγχι παρέστη Il.15.442
, cf. 483 ; , cf. 8.218, 18.183 ; ἑξείης πάντεσσι παρίστασαι, of a beggar, 17.450 ;οὐδ' ἄρα οἵ τις ἀνουτητί γε παρέστη Il.22.371
; ζωγράφῳ παρεστηκυῖα, of a painter's model, X. Mem.3.11.2 : freq. in part. παραστάς with a Verb,εἶπε παραστάς Il.12.60
; οὖτα π. 20.472 ; παρασταθείς, v.l. for κατασταθείς, E.Or. 365.2 stand by, i.e. help, defend, τινι Il.10.279, etc. ; , cf. 15.255 ;Ὀδυσῆϊ π. ἠδ' ἐπαρήγει 23.783
, cf. Hes. Th. 439, Hdt.1.87, etc.;π. τινὶ χερσί S. Aj. 1384
; βοηθοὶ π. X. Cyr.5.3.19 ;οὐ παρέστη οὐδ' ἐβοήθησεν D.45.64
.II more freq. in past tenses, to have come,δεῦρο παρέστης Il.3.405
; to be at hand, , etc.2 of events, to be near, be at hand, ;κακὴ Διὸς αἶσα παρέστη ἡμῖν Od.9.52
, cf. 16.280 : in [tense] fut. [voice] Med.,σοὶ..παραστήσεσθαι ἔμελλεν μοῖρ' ὀλοή 24.28
;ἐάν του καιρὸς ἢ χρεία παραστῇ D. 21.101
, cf. 73: freq. in [tense] pf.,παρέστηχ' ὡς ἔοικ' ἀγὼν μέγας E. Hec. 229
, cf. Med. 331 ; in part.,τὸ χρῶμα τὸ παρεστηκός Ar. Eq. 399
;ὁ νῦν παρεστηκὼς ἡμῖν λόγος Pl. Lg. 962d
: in [dialect] Att. form παρεστώς, ῶσα, ός, th=s parestw/shs no/sou S. Ph. 734 ; τοῦ π. θέρους ib. 1340 ;τὰς παρεστώσας τύχας E. Or.[ 1024]
; τὰ παρεστῶτα present circumstances, τὰ λῷστα, κράτιστα τῶν π., A. Ag. 1053, Pr. 218 ;πρὸς τὸ παρεστός Ar. Eq. 564
;πρὸς τὸ παριστάμενον X. Eq.Mag.9.1
.III come to the side of another, come over to his opinion,παραστῆναι ἐς τῶν Περσέων τὴν γνώμην Hdt.6.99
: abs., come to terms, surrender, submit, Id.3.13,5.65, 6.140 ;οἱ πολέμιοι παραστήσονται Id.3.155
;τῷ πολέμῳ παραστῆναι D. 22.15
, cf. EM653.2.IV happen to one,τῷ δὴ λέγουσι.. θῶμα μέγιστον παραστῆναι Hdt.1.23
;τὸ φρονεῖν ἀλλοῖα παρίσταται Emp. 108
; esp. come into one's head, occur to one,τὼς νόος ἀνθρώποισι παριστᾶται Parm.16.2
; ; δόξα π. τινὶ ὥστε .. Pl.Phd. 66b ; σοὶ τοῦτο παρέστηκεν, ὡς .. Id.Phdr. 233c ; π. θαῦμα, γνώμη, And.2.2, 24 (s.v.l.) ;ἔκπληξις παρέστη Th.8.96
: impers., παρίσταταί μοι it occurs to me ; τῷ οὐ παραστήσεται.. τεθνάναι βούλεσθαι to whom it will not occur to wish for death, Hdt.7.46: folld. by ὡς, Th. 4.61,95, Lys. 12.62, etc.: c. inf., Id.7.17; : c. acc. et inf., Lys.21.12, Pl.Phd. 58e; part., τὸ παριστάμενον that which comes into one's head, a thought, Luc. Cont. 13 ; ἐκ τοῦ π. λέγειν speak offhand, Plu.Dem.9, cf. Gal. 14.295.2 collect oneself,παραστῆναι πρὸς τὸν κίνδυνον D.S. 17.43
; τῷ θυμῷ παραστάς ib.99 ;π. πρὸς τὴν ἀπολογίαν Plu. Alc. 19
;παρεστηκότες ταῖς γνώμαις Arr.Fr. 161
J.3 metaph., οἶνος παρίσταται the wine improves, becomes fit for drinking, opp. ἐξίσταται, Thphr. CP6.14.10, cf. Dsc.5.8.b of a crop, to be ripe, (Egypt, iii B. C.); so prob. (iii B. C.).VI παρεστηκέναι φρενῶν to be beside oneself, lose one's wits, Plb.18.53.6 ;π. ταῖς διανοίαις Id.14.5.7
, etc.; ἐπὶ τοσοῦτον π. Id.22.8.13 ; cf.παρεξίστημι 11
.VII abs., παρεστηκός, = παρόν, since it was in their power, since the opportunity offered, Th.4.133.C Some tenses of [voice] Med., [tense] pres. and [tense] impf. sts., [tense] fut. and [tense] aor. I almost always (for exceptions, v. supr. B. 11.2, III, iv), are used in causal sense:I set by one's side, bring forward, produce,π. ἱερεῖα X.An.6.1.22
; esp. in a court of justice,τοὺς παῖδας παραστησάμενοι Lys.20.35
; παιδία παραστήσεται (of a culprit) D.21.99 ; ταῦτα παραστησάμενος ib.187;μάρτυρας παρίστανται Is.4.13
, etc.; παραστήσασθαί τινα produce him as witness, Id.9.9, D.34.28, etc.;π. τινὰ εἰς κρίσιν Pl.R. 555b
.II bring to one's side, bring over by force, bring to terms,ἀέκοντας παραστήσασθαι Hdt. 8.80
;π. βία S.OC 916
;π. πολιορκίᾳ Th.1.98
; πολιορκοῦντας π. ὁμολογίᾳ ib.29 : abs., π. τινά, π. πόλιν, Hdt.3.45, Th.1.124, etc.;τοὺς οἰκοῦντας τὴν Ἀττικὴν π. εἰς φορὰν δασμοῦ Pl.Lg. 706b
.2 generally, dispose for one's own views or purposes, τινὰ παραστήσασθαι οὕτως ὥστε .. so to dispose a person that.., Hdt.4.136 ;ἑαυτοὺς πρὸς τὴν μάχην Plb.3.109.9
; dispose, induce a person,πρὸς τὸ κοινωνεῖν Id.29.3.5
: c. acc. et inf., Chio Ep.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρίστημι
-
8 παρυπάρχω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρυπάρχω
-
9 συνοικία
συνοικ-ία, ἡ,A = συνοίκησις, δέξομαι Παλλάδος ξυνοικίαν will accept her offer of living with her, ib. 916 (lyr.).II a body of people living together, settlement, community, Id.Supp. 267; , cf.Lg. 679b;φίλοι, βοηθοί, μάρτυρες, συνοικίαι Philem.65.5
;ἀψευδήων ἂν τὰν συϝοικίαν τοῖς Ἐρχομινίοις IG5(2).343.39
, cf. 58 (Orchom. Arc., iv B.C.).III house in which several families live, tenement-house, Th.3.74, Ar.Th. 273, X.Ath.1.17, Is.5.27, 6.21, D.36.6, 45.28, OGI326.21 ([place name] Teos);ὅπου πολλοὶ μισθωσάμενοι μίαν οἴκησιν διελόμενοι ἔχουσι, συνοικίαν καλοῦμεν Aeschin.1.124
;ἓν στόμ' ἐστὶ τῆς συνοικίης πάσης Herod.3.47
; lodging-house, PPetr.3p.186 (iii B.C.), BGU1573.25 (ii A.D.).3 perh. village, hamlet, Plb.16.11.1 (pl.), Plu.2.280e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνοικία
-
10 ἀπαμυνταί
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπαμυνταί
-
11 βοηθός
βοηθός, όν (s. βοήθεια, βοηθέω; Hdt. et al.; LXX; JosAs; ParJer 9:32; Just., Tat.) helpful, subst. helper (Hdt. et al., ins, pap, ostraca, LXX; Jos., Bell. 1, 317, Ant. 13, 276; 358) of Christ β. τῆς ἀσθενείας ἡμῶν who helps us in our weakness 1 Cl 36:1. Of God (Herodian 3, 6, 7; UPZ 52, 8 [162 B.C.] Sarap.; PLond II, 410, 7f p. 298 [c. 346 A.D.] μετὰ τὸν θεὸν οὐδένα ἔχομεν βοηθόν; POxy 1381, 83; LXX, Philo; Jos., Ant. 2, 274; Jew. ins: ISyriaW 2451) Hb 13:6 (Ps 117:7). τῶν κινδυνευόντων helper of those in danger 1 Cl 59:3; cp. vs. 4.—βοηθοί auxiliaries B 2:2.—DELG s.v. βοή. M-M. TW. -
12 συμμαχέω
συμμαχέω fut. συμμαχήσω LXX; aor. 3 pl. συνεμάχησαν 1 Ch 12:22. Prim. ‘fight at someone’s side, be an ally’. In our lit. in the gener. sense help, assist (Aeschyl., Hdt.+; ins; POxy 705, 33; LXX; TestSol 6:4 P; TestJud 7:6; ApcSed 8:5 p. 133, 4 Ja. [συμμαχᾷ]; Jos., C. Ap. 1, 236 ς. τινί, Ant. 1, 313) τὰ συμμαχοῦντα ἡμῖν (w. βοηθοί) B 2:2.—DELG s.v. μάχομαι.
См. также в других словарях:
βοηθοῖ — βοηθέω pres opt act 3rd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βοηθοί — Βοηθός hasting to the cry for help masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηθοί — βοηθός hasting to the cry for help masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράσιτος — Στην αρχαιότητα ονομάζονταν έτσι οι επιφανείς άνδρες, που εκλέγονταν ως βοηθοί των ιερέων και είχαν ως κύριο καθήκον την επιμέλεια των αποθηκών, όπου φυλάγονταν οι διάφορες προσφορές στους ναούς. Από τις προσφορές, δικαιούνταν το ένα έκτο των… … Dictionary of Greek
ADJUTOR ab ADJUVANDO — quomodo dicti suntolim, qui Magistratibus seu potius Officialibus quibusvis, levandi laboris causâ, adiungebantur; ut iis vel aegritudine praepeditis vel multitudine negotiorum obrutis, opem ferrent, l. 10. Cod. numerat. l. 12. leg. 3. Cod. de… … Hofmann J. Lexicon universale
Διονύσια — Κύκλος γιορτών που τελούνταν στην Αττική κατά την αρχαιότητα προς τιμήν του θεού Διονύσου. Οι γιορτές αυτές ήταν τα Κατ’ αγρούς Δ., τα ΑνθεστήριαΛήναια και τα ΜεγάλαΚατ’ άστυ Δ. Τα Κατ’ αγρούς Δ. γιορτάζονταν σε όλους τους δήμους της Αττικής τον… … Dictionary of Greek
Τάρταρος — (πληθυντικός τα Τάρταρα). Μυθικός τόπος στα έγκατα της Γης, που ήταν, όπως αναφέρει ο μύθος, τόσο μακριά από την επιφάνειά της όσο η ίδια από τον ουρανό. Μέσα σε αυτόν τον ανήλιο τόπο υψωνόταν το ανάκτορο της Νύχτας, που το σκέπαζαν πάντοτε… … Dictionary of Greek
διάκονος — Ο πρώτος και κατώτερος από τους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης. Τον τίτλο αυτόν απένεμε η αρχαία Εκκλησία σε όλους εκείνους, αποστόλους και πιστούς, που βοηθούσαν στις πιο ταπεινές υπηρεσίες, όπως η καθαριότητα και η φροντίδα των ιερών σκευών, γιατί … Dictionary of Greek
διαιτητής — Διευθυντής αθλητικού αγώνα, που επιβλέπει τη διεξαγωγή του ώστε να τηρούνται οι κανονισμοί. Ο δ. έχει, επομένως, το δικαίωμα να τιμωρεί τα σφάλματα και να επικυρώνει το τελικό αποτέλεσμα. Το έργο του δ. βοηθούν πάντα οι αξιωματούχοι του αγώνα (οι … Dictionary of Greek
επίσκοπος — Ύψιστος βαθμός ιεροσύνης. Αρχικά, ο όρος σήμαινε επιθεωρητής, εποπτεύων, που οι Εβδομήκοντα χρησιμοποίησαν στην ελληνική μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης με τη σημασία του κυβερνήτη και του άρχοντα· με την έννοια του ηγέτη μιας χριστιανικής… … Dictionary of Greek
καταπίεση — (Νομ.). Ποινικό αδίκημα, το οποίο θεωρείται ότι μπορεί να διαπράξει μόνο υπάλληλος (delictum proprium) και αναφέρεται στην είσπραξη μη οφειλόμενων φόρων, δασμών, τελών και άλλων φορολογημάτων, δικαστικών εξόδων και οποιωνδήποτε δικαιωμάτων, παρά… … Dictionary of Greek